Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιαστάτως
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀ·διάστικτος,
ος, ον,
non distinct, continu,
Phil.
2, 297
.
Étym.
ἀ, διαστίζω
.