ἀδιάστατος

ἀδιαστάτως

ἀδιάστικτος
ἀδιαστάτως [τᾰ] adv.
1 sans relâche, sans cesse, Phil. 1, 342, etc. ||
2 sans dimensions, Procl. Plat. Parm. 543 Stallb.