ἀδιάτμητος

ἀδιάτρεπτος

ἀδιατρεψία
ἀ·διάτρεπτος, ος, ον, que rien ne détourne, audacieux, Spt. Sir. 26, 10 ; 42, 11 ; Clém. 1, 565 Migne.
Étym. ἀ, διατρέπω.