Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδιατρεψία,
ας
(
ἡ
) audace, hardiesse,
Suét.
Calig.
29
.
Étym.
ἀδιάτρεπτος
.