Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀ·διατύπωτος,
ος, ον
[
ῠ
] non façonné, informe,
DS.
1, 10 ;
Phil.
1, 50
.
Étym.
ἀ, διατυπόω
.