Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀ·διέργαστος,
ος, ον,
non achevé,
Isocr.
289
b
.
Étym.
ἀ, διεργάζομαι
.