ἀδιεξήγητος

ἀδιεξίτητος

ἀδιέξοδος
ἀ·διεξίτητος, ος, ον [ῐτ] qu’on ne peut parcourir ou expliquer en entier, Arstt. Phys. 3, 7, 5.
Étym. ἀ, διέξειμι.