Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀ·διεξήγητος,
ος, ον,
qu’on ne peut expliquer
ou
décrire,
Phil.
1, 407
.
Étym.
ἀ, διεξηγέομαι
.