Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδικαίαρχος
ἀδικαιοδότητος
ἀδικαιολόγητος
ἀ·δικαιοδότητος,
ος, ον
[
ῐ
] où l’on ne peut obtenir justice,
DS.
Exc.
616
.
Étym.
ἀ, δικαιοδοτέω
.