ἀδοκήτως

ἀδοκίμαστος

ἀδόκιμος
ἀ·δοκίμαστος, ος, ον [] qui n’a pas encore subi l’épreuve de la δοκιμασία, Lys. 140, 14, etc. ; Eschn. 56, 3, etc.
Étym. ἀ, δοκιμάζω.