ἀδόκιμος

ἀδολεσχέω-ῶ

ἀδολέσχης
ἀδολεσχέω-ῶ [] bavarder, Xén. Œc. 11, 3 ; Plat. Phæd. 70c, etc.
Étym. ἀδολέσχης.