Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυνάστευτος
ἀδυνασία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰῠνᾰ
]
c.
ἀδυναμία,
Thc.
7, 8,
etc.
||
E
Ion.
-ίη,
Hdt.
3, 79,
etc.
Étym.
ἀδύνατος
.