ἀδυνασία

ἀδυνάστευτος

ἀδυναστία
ἀ·δυνάστευτος, ος, ον [ᾰῠ] sans souverain, Syn. De regn. 13, 1085 b Migne.
Étym. ἀ, δυναστεύω.