ἀεροφαής

ἀεροφεγγής

ἀεροφοίτας
*ἀερο·φεγγής, seul. ion. ἠεροφεγγής, ής, ές, c. le préc. Orph. H. 19, 2.
Étym. ἀήρ, φέγγος.