ἀεροφεγγής

ἀεροφοίτας

ἀεροφοῖτις
ἀερο·φοίτας, α () [ᾱᾱ] c. les suiv. Ion (Sch.-Ar. Pax 835) ||
E Ion. ἠεροφοίτης, Orph. Lith. 45 ; Nonn. D. 6, 368.