ἀεροφοῖτις

ἀερόφοιτος

ἀεροφόρητος
ἀερό·φοιτος, ος, ον [] qui traverse les airs, Ar. Ran. 1292 ||
E Ion. ἠερό- Ps.-Phocyl. 125, 171 ; Orph. Arg. 47, etc.
Étym. ἀ. φοιτάω.