Ἀερόπη

ἀερόπλαγκτος

ἀεροπορέω-ῶ
*ἀερό·πλαγκτος, seul. ion. ἠερόπλαγκτος, ος, ον, qui erre à travers les airs, Orph. H. 6, 8 ; Man. 4, 509.
Étym. ἀήρ, πλαγκτός.