ἀέρρω

ἀερσικάρηνος

ἀερσίλοφος
ἀερσι·κάρηνος, ος, ον [ῐᾰ] qui relève la tête, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 814.
Étym. ἀείρω, κάρηνον.