ἀερσικάρηνος

ἀερσίλοφος

ἀερσίνοος-ους
ἀερσί·λοφος, ος, ον []
1 au panache élevé, A. Rh. 2, 1061 ||
2 à la cime élevée, Nonn. D. 8, 75.
Étym. ἀείρω, λόφος.