ἀερσίλοφος

ἀερσίνοος-ους

ἀερσιπέτης
ἀερσί·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν []
1 hautain, Nonn. Jo. 8, 44 ||
2 qui rend fier, Ion (Ath. 35e).
Étym. ἀείρω, νόος.