ἀγαλλίαμα

ἀγαλλίασις

ἀγαλλιάω-ῶ
ἀγαλλίασις, εως () [ᾰγιᾱ] c. le préc. Spt. Tob. 13, 1, etc. ; NT. Luc. 1, 14.