ἀγαλματόω-ῶ

ἀγαλμοτυπής

ἄγαμαι
ἀγαλμο·τυπής (ὁ, ἡ) [ᾰγῠ] qui sculpte, Man. 4, 569 dout.
Étym. ἄγ. τύπτω.