Ἀγαμήστωρ

ἀγάμητος

ἀγαμία
ἀ·γάμητος, ος, ον [ᾰᾰ] c. ἄγαμος, Soph. fr. (Bkk. 336); Com. (Poll. 3, 47).
Étym. ἀ. γαμέω.