Ἀγαμήδης

Ἀγαμήστωρ

ἀγάμητος
Ἀγα·μήστωρ, ορος () [ᾰᾰ] Agamèstôr, h. A. Rh. 2, 852.
Étym. ἀγα-, μήστωρ.