ἀγάννιφος

ἀγανοϐλέφαρος

ἀγανόρειος
ἀγανο·ϐλέφαρος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] au doux regard, Ibyc. (Ath. 564f); Anth. 9, 604.
Étym. ἀγανός, βλέφαρον.