ἀγανοϐλέφαρος

ἀγανόρειος

ἀγανός
ἀγανόρειος, α, ον et -εος, α, ον (Eschl. Sept. 849) [ᾰᾰ] de héros, Eschl. Pers. 1206.
Étym. ἀγάνωρ.