ἀγελάζομαι

ἀγελαιοκομική

ἀγελαῖος
ἀγελαιο·κομική, ῆς () [] s. e. τέχνη, l’art de soigner les troupeaux, Plat. Pol. 275e.
Étym. ἀγελαῖος, κομέω.