ἀγελαδόν

ἀγελάζομαι

ἀγελαιοκομική
ἀγελάζομαι [ᾰγ] au pass. s’attrouper, vivre en troupe, Arstt. H.A. 8, 12, 99, 2, 1.
Étym. ἀγέλη.