ἀγλαοφαρής

ἀγλαοφεγγής

ἀγλαόφημος
ἀγλαο·φεγγής, ής, ές, à l’éclatante lumière, Max. π. κατ. 189 ; Sib. 11, 65.
Étym. ἀ. φέγγος.