ἀγλαοτριαίνας

ἀγλαοφαρής

ἀγλαοφεγγής
ἀγλαο·φαρής, ής, ές [φᾱ] au brillant vêtement, Sib. 3, 454.
Étym. ἀ. φᾶρος.