ἀγμός

ἄγναμπτος

ἄγναπτος
ἄ·γναμπτος, ος, ον, qui ne plie pas, inflexible : πρός τι, Plut. Cato mi. 11, à l’égard de qqe ch.
Étym. ἀ, γνάμπτω.