ἀγορανομία

ἀγορανομικός

ἀγορανόμιον
ἀγορανομικός, ή, όν [ᾰᾱ] qui concerne la fonction d’agoranome, Plat. Rsp. 425d ; Arstt. Pol. 2, 5, 21 ; ou d’édile, DH. 6, 95 ; Plut. Pomp. 53, etc.