ἀγορανομέω-ῶ

ἀγορανομία

ἀγορανομικός
ἀγορανομία, ας () [ᾰᾱν]
1 fonction d’agoranome, Arstt. Pol. 7, 12, 7 ||
2 à Rome, fonction d’édile, Pol. 10, 40, 1 ; Plut. Æmil. 3, etc.