ἀγόρασμα

ἀγορασμός

ἀγοραστής
ἀγορασμός, οῦ () [ᾰγ]
1 c. ἀγόρασις, Phintys (Stob. Fl. 74, 61) ; Spt. Prov. 23, 20 ||
2 emplette, Spt. Gen. 42, 19, etc.