ἀγεώργητος

ἄγη

ἄγη
ἄγη, ης () []
1 admiration, étonnement, horreur, Il. 21, 221 ; Od. 3, 227, etc. ||
2 envie, jalousie, Hdt. 6, 61 ; Eschl. Ag. 131 (dor. ἄγα [ᾰᾱ]).
Étym. ἄγαμαι.
ἄγη, v. ἄγνυμι.