ἀγωγαῖος

ἀγωγεύς

ἀγωγή
ἀγωγεύς, έως () []
1 conducteur, guide, Hdt. 2, 175 ||
2 longe ou laisse, Soph. fr. 801 ; Xén. Eq. 6, 5.
Étym. ἄγω.