ἄϊδρις

ἀϊδροδίκης

ἀΐδρυτος
ἀϊδρο·δίκης, ου () [ῑῐ] qui ne connaît pas la justice, injuste, Pd. N. 1, 63.
Étym. ἄϊδρις, δίκη.