αἰγόκερως

αἰγοκέφαλος

αἰγόλεθρος
αἰγο·κέφαλος, ου () [] oiseau à tête de chèvre, p.-ê. le barge, Arstt. H.A. 2, 15, 7.
Étym. αἴξ, κεφαλή.