αἰγοκερίτης

αἰγόκερως

αἰγοκέφαλος
αἰγό·κερως, ως, ων, gén. ω, dat. ῳ, acc. ων, aux cornes de chèvre, A. Pl. 4, 234 ; ὁ αἰγ. Arat. 286 ; Plut. M. 908c ; Luc. Astr. 7, le Capricorne, signe du Zodiaque.
Étym. αἴξ, κέρας.
αἰγό·κερως, ωτος () c. αἰγόκερας, Diosc. 2, 124 ; Gal. 13, 335.