Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἰνοτάλας
αἰνότλητος
αἰνοτόκεια
αἰνό·τλητος,
ος, ον,
terrible à supporter,
Max.
π. κατ.
224, 309
.
Étym.
αἰν. τλάω
.