Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἰνότλητος
αἰνοτόκεια
αἰνοτόκος
αἰνο·τόκεια,
ας
(
ἡ
) mère infortunée,
Mosch.
4, 27 ;
Nonn.
D.
48, 428
.
Étym.
αἰν. τοκεύς
.