αἰολόπεπλος

αἰολόπρυμνος

αἰολοπτέρυξ
αἰολό·πρυμνος, ος, ον, à la poupe bariolée, c. à d. richement décorée, Bacchyl. 1, 114.
Étym. αἰ. πρύμνα.