αἰολόπρυμνος

αἰολοπτέρυξ

αἰολόπωλος
αἰολο·πτέρυξ, υγος (ὁ, ἡ) [ῠγ] aux ailes rapides, Télest. (Ath. 617a).
Étym. αἰ. πτέρυξ.