αἰσχροπαθής

αἰσχροποιέω-ῶ

αἰσχροποιός
αἰσχροποιέω-ῶ :
1 commettre des obscénités, Ath. 342c ||
2 déshonorer, Hpc. 2, 41.
Étym. αἰσχροποιός.