αἰσχροποιέω-ῶ

αἰσχροποιός

αἰσχροπραγέω-ῶ
αἰσχρο·ποιός, ός, όν :
1 qui commet des actions honteuses, Eur. Med. 1346 ||
2 débauché, Mach. (Ath. 582d).
Étym. αἰ. ποιέω.