Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἰσχροποιός
αἰσχροπραγέω-ῶ
αἰσχρορρημονέω-ῶ
αἰσχρο·πραγέω-ῶ
[
ᾱ
]
c.
αἰσχροποιέω,
Arstt.
Nic.
4, 1, 8
.
Étym.
αἰ. πράσσω
.