αἰσθάνομαι

αἴσθημα

αἰσθησία
αἴσθημα, ατος (τὸ)
1 sensation, Arstt. Metaph. 3, 5, 29, etc. ||
2 sentiment (de qqe ch.) Eur. I.A. 1243.
Étym. αἰσθάνομαι.