αἰτιάζομαι

αἰτίαμα

αἰτιάομαι-ῶμαι
αἰτίαμα, ατος (τὸ) [ᾱμ] sujet d’accusation, grief, Eschl. Pr. 194 ; Thc. 5, 72 ; au plur. Eschl. Pr. 255.
Étym. αἰτιάω.