ἀκαλήφη

ἀκαλλής

ἀκαλλιέρητος
ἀ·καλλής, ής, ές, sans beauté, sans charme, Luc. H. conscr. 48 ||
Cp. -έστερος, Plut. M. 757e.
Étym. ἀ, κάλλος.