ἀκαλλιέρητος

ἀκαλλώπιστος

ἀκαλός
ἀ·καλλώπιστος, ος, ον, sans parure, sans coquetterie, Plut. M. 397a ; Luc. Pisc. 12.
Étym. ἀ, καλλωπίζω.